Τα μπάρ(ζ)

 

 Το κάτωθι κείμενο είναι του Κώστα Γεωργουσόπουλου απο τα χθεσινά «ΝΕΑ». Σας ορκίζομαι ότι τα παρεμβαλλόμενα σκίτσα (του Αντώνη Βαβαγιάννη, από τη σειρά του «Κουραφέλκυθρα») φτιάχτηκαν πρίν απ’ αυτό!

 

ΣΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΒΡΕΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΔΙΑΣΗΜΑ ΜΠΑΡ ΠΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΣΗΜΟΥΣ ΕΠΙΣΗΣ ΘΑΜΩΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΧΝΑΖΑΝ ΕΚΕΙ

 Έχω ακούσει αφηγήσεις για τέτοιες εμμονές ή μύθους ή γιατί όχι πληροφορίες, για μοναδικούς μπάρμαν που γνώριζαν τα μυστικά των κοκτέιλ, έτσι ώστε οι μανιακοί της μπαρόβιας ιδεολογίας να ελκύονται από τη φήμη ή την εμπειρία να προτιμούν με τρόπο αποκλειστικό αυτούς τους σκοτεινούς, γοητευτικούς και συχνότατα αμαρτωλούς χώρους. Προσωπικά δεν έχω αισθανθεί ποτέ την ανάγκη να δρασκελίσω το κατώφλι ενός μπαρ. Δεν έχω δεχτεί ποτέ, έστω και περιστασιακά, πρόσκληση φίλου ή άλλου να συναντηθούμε σε μπαρ. Δεν είναι θέμα ούτε γούστου ούτε ιδεολογίας ούτε, βέβαια, ηθικής η άρνησή μου να προσχωρήσω σε μια συνήθεια που δεν μου τη γέννησε καμιά ανάγκη. Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία του Εμφυλίου και των πρώτων χρόνων μετά τον Εμφύλιο, όπου η έννοια του μπαρ ήταν άγνωστη αλλά και προκλητικά εχθρική.

aimilios1

 Οι Έλληνες του καφενέ, του «ουζερί», του ζαχαροπλαστείου έβλεπαν και κυρίως άκουγαν, καχύποπτα για τους μυστηριώδεις χώρους, ανδρικής τότε αποκλειστικής απομόνωσης, που τους είχαν μάθει από τα αστυνομικά φιλμ και περιοδικά ως αμερικάνικα, αγγλικά και λίγο γαλλικά στέκια. Στην επαρχία της δεκαετίας του ΄40-΄50 οι οικογενειακές έξοδοι ήταν στα λεγόμενα «Εξοχικά», υπαίθριες συνήθως ταβέρνες που προσέφεραν και αναψυκτικά για τα παιδιά και μεζέδες με ούζο ή μπίρα για τους μεγάλους. Τα βράδια, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, στις πλατείες, όπου σε ειδικά υπερυψωμένα κράσπεδα παιάνιζε η φιλαρμονική του δήμου με διασκευές από δημοτικά τραγούδια, ελαφρολαϊκά και κάποια διάσημα ξένα βαλς, τάνγκο και σουίνγκ. Σερβίρονταν γλυκά, του κουταλιού ή του ταψιού, βυσσινάδες, γκαζόζες και ουζάκι με χταποδάκι, μαριδάκι, τυράκι και ελίτσες (έτσι όλα υποκοριστικά).

aimilios2

Μεγαλωμένος σ΄ αυτό το κλίμα και όταν κατέβηκα για σπουδές στην Αθήνα, δεν είχα ούτε την ανάγκη ούτε μου γεννήθηκε η περιέργεια να επισκεφτώ τα λίγα, εξάλλου, μπαρ της Αθήνας, όπου έως τουλάχιστον τη δεκαετία του ΄70 ήταν και μετρημένα και προορίζονταν για άντρες της μεγάλης κοινωνίας ή διανοούμενους με συνήθειες ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Αλλά και όταν αρκετά μεγάλος πια γνώρισα και διανοούμενους και καλλιτέχνες, κανένας συστηματικά δεν σύχναζε σε μπαρ. Η διασημότερη πάντως καλλιτεχνική παρέα της Αθήνας, του Χατζιδάκι, του Γκάτσου, του Ελύτη, του Λιγνάδη αλλά και του Καρούζου, του Λίκου, του Γονατά, του Κακναβάτου, του Εμπειρίκου, του Βαλαωρίτη, του Ζιώγα, της Αραβαντινού, της Μάτσης Χατζηανδρέου, «συνεδρίαζε» δημόσια και στο φως σε ιδιότυπες καφετέριες, ζαχαροπλαστεία ενώ οι παλιότεροι, ο Ροντήρης, ο Κλώνης, ο Φωκάς, ο Κόντογλου γεύονταν τα μεζεδάκια και το ούζο του Παλιού «Απότσου» στην Ακαδημίας. Τα μπαρ γίνονταν επίκεντρο ενδιαφέροντος και της ειδησεογραφίας όταν παρεπιδημούσαν ναύτες του έκτου Στόλου και ιδιαίτερα στα στενά δρομάκια της πειραϊκής Τρούμπας.

aimilios3

Τα τελευταία όμως χρόνια το ξενόφερτο μπαρ έχει πολιτογραφηθεί και στην ελληνική πλέον ζωή αλλά και στην ποίηση και την πεζογραφία. Δεν είναι μόνο η μόδα και ο γνωστός νεοελληνικός μαϊμουδισμός. Η ζωή μας έχει αλλάξει, οι παρέες, οι συντεχνίες και τα επετειακά γλέντια ξέφτισαν και η μοναξιά, η κατάθλιψη, ο απομονωτισμός, ο κοινωνικός αυτισμός, η ερωτική απελπισία, οι μικρές ή οι μεγάλες προδοσίες της φιλίας και της συντροφικότητας ωθούν τους ανθρώπους, τώρα άντρες και γυναίκες, στις νέες κατακόμβες, όπου καταφεύγουν όπως οι αρχαίοι χριστιανοί κυνηγημένοι. Ακόμη και με τα μεσαιωνικά μοναστήρια μοιάζουν τα σύγχρονα μπαρ. Τότε σ΄ αυτά κατέφευγαν οι άνθρωποι για να ξεφύγουν την μήνιν των αρχόντων ή να γλιτώσουν από τη στρατολόγηση. Εκεί στα μοναστήρια, στη μόνωση, εύρισκαν και έναν εξομολόγο γέροντα και ξαλάφρωναν από τις μέριμνες ή τις φοβίες της βιοτής. Τώρα στα σκοτεινά μπαρ, άντρες και γυναίκες, λίγα μέτρα μακριά από τη χλαλοή της πόλης, στη μοναξιά του σκαμπό αφήνουν τον ποτισμένο από αλκοόλ εαυτό τους να εξομολογηθεί στον σύγχρονο- «γέροντα», εξομολόγο του, μπάρμαν, εκπαιδευμένο να ακούει, να κατανοεί, να συγχωρεί, και συχνά, διακριτικά, να συμβουλεύει. Ο μπαρόβιος μπροστά σ΄ ένα σκληρό ποτό με τα μάτια απλανή κοιτώντας προς την ποικίλη έκθεση των γεμάτων φιαλών που καλύπτουν το βάθος του μπαρ περιμένει συχνά το μηδέν, αραιά και πού μιαν αδελφή ψυχή που θα ακούσει και θα κατανοήσει, θα ανοιχτεί και θα δεχτεί την απελπισία σου στη δική της απελπισία. Έτσι κι όταν οι αδελφές ψυχές γίνουν τρεις και πέντε ενώνουν τη μοναξιά τους σε μια μεγάλη, απέραντη μοναξιά. Δεν είναι, βέβαια, λίγες οι περιπτώσεις που μέσα στη μυστική αυτή συνωμοσία της μοναξιάς ύπουλα διεισδύει η γοητεία, η ελπίδα και η υπόσχεση των νηπενθών ουσιών. Υπνοφόρες ρίζες, ναρκωτικά φάρμακα, καταπότια ψευδαίσθησης και βοτάνια λησμονιάς. Είναι η τραγική συνέπεια και συνέχεια της παραίτησης από το ζην. Προς Θεού δεν είναι ούτε πολλοί ούτε οι πλέον εκλεκτοί όσοι προσχωρούν στη θρησκεία της αμνησίας. Όμως τα μπαρ κι όχι πάντα τα ορθόδοξα και συνεπή στη μακροχρόνια παράδοσή τους, είναι στις μέρες μας ένας προθάλαμος, ένας χώρος κατηχουμένων στον ναό των αιρετικών λύσεων και της αναίρεσης του βίου ως αγώνα.

aimilios5

4 Σχόλια to “Τα μπάρ(ζ)”

  1. winnie Says:

    Ντάξει, είναι αδιανόητο, τι μισή ώρα δεν πίστευα στα μάτια μου και την άλλη μισή έκλαιγα από τα γέλια…

    Το καλύτερο ήταν το «τα ματόκλαδά της μυρίζανε σάμαλι»!

  2. fight back Says:

    :))

  3. Maria-Electra Says:

    etsi einai

  4. head charge Says:

    Από τα Νέα του περασμένου Σαββάτου, νέο άρθρο Γεωργουσόπουλου – δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να μην το βάλω:

    Ανήκα σ΄ αυτό που ονομάζεται μέση κοινωνική τάξη, αφού ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και η μητέρα οικοκυρά. Στεγαζόμασταν σε παλιό σπίτι με ενοίκιο και νιώσαμε αγαλλίαση όταν ίσχυσε το ενοικιοστάσιο, αφού ο μισθός του πατέρα που υπηρετούσε σε μακρινή επαρχιακή κωμόπολη μόλις και επαρκούσε για τον επιούσιο. Κι όμως είχε μια βαθιά χάραξη μέσα μας εκείνη η συνθήκη ζωής. Μια φορά την εβδομάδα κρέας και μάλιστα γιουβέτσι στον φούρνο με κριθαράκι μπόλικο. Τα όσπρια και τα ζαρζαβατικά, η καθημερινή τροφή. Τον χειμώνα ψήναμε κοκώσες, δηλαδή στο τζάκι ή στο μαγκάλι ρίχναμε καλαμπόκι και άνοιγε σε νιφάδες και συχνά με θόρυβο εκρήγνυντο. Μετά μάθαμε πως αυτό ονομάζεται ποπ κορν!

    Ο μεγάλος γιος φορούσε μεταποιημένα τα ρούχα του πατέρα και οι μικρότεροι μεταποιημένα τα ρούχα του πρωτότοκου. Α! ήταν και τα δέματα που έρχονταν από την Αμερική. Κάτι φανταχτερές μπλούζες που όποια τις φορούσε έδινε αμέσως δημόσια δήλωση για την προμήθειά τους. Κάτι παπούτσια με μεγάλα νούμερα, πλαστικές τσάντες και καπέλα γυναικεία κυρίως. Σπάνια τότε έβλεπες να κυκλοφορεί γυναίκα με καπέλο. Τη θεωρούσαν προπολεμική και γεροντοκόρη. Ευγνώμονες πάντως είμαστε στις θείες και τις ξαδέρφες από την Αμερική, αφού με γενναίες μεταποιήσεις έσωσαν την αξιοπρέπειά μας και έντυσαν τα πρώτα δειλά μας πάρτι, συνοδεία βέβαια μουσικής των Πλάτερς και του Νατ Κινγκ Κολ. Η μιζέρια στο σχολείο ήταν αδιανόητη. Σ΄ ένα ακριβά αγορασμένο τετράδιο εκατό φύλλων χωρισμένο σε ενότητες γράφαμε όλα μας τα μαθήματα- Γραμματική, Αριθμητική, Ιστορία, Θρησκευτικά κ.λπ. Στις τελευταίες τριάντα σελίδες την Εκθεση. Ενα πρόχειρο τετράδιο με κίτρινα φύλλα και συχνά λόγω φτηνού χαρτοπολτού με τρυπούλες στις σελίδες γιατί με τη χρήση αποσπώνταν κάτι σκουπιδάκια, απολτοποίητα ξυλαράκια ή άχυρα.

    Tα σχολικά βιβλία ήταν ένα! Η Απασα η Υλη, κοινώς Απασαΰλη! Ογκώδες πολυσέλιδο, πολυθεματικό εγχειρίδιο. Για λόγους οικονομίας είχε προβλεφθεί να έχει διετή διάρκεια, αφού προέβλεπε ύλη στο Δημοτικό ανά δύο τάξεις. Φυσικά το αγοράζαμε και αν ήμασταν μεγαλύτερα αδέρφια το κληροδοτούσαμε στους μικρότερους. Σκεφτείτε πως στην περίοδο των γραπτών εξετάσεων (δυο φορές τον χρόνο) σε Δημοτικό και Γυμνάσιο αλλά και σε έκτακτες περιστάσεις το σχολείο ανέθετε στον επιμελητή κάθε τάξης να μαζεύει από όλους μας χρήματα και να πηγαίνει να αγοράζει από το βιβλιοχαρτοπωλείο τις κόλλες διαγωνισμού, υπολογίζοντας να αναλογούν δύο τετρασέλιδες κόλλες στον καθένα.

    Οι περίφημες εκπαιδευτικές εκδρομές (φέτος οι μαθητές εξέδραμαν κατά μεγάλο ποσοστό στο εξωτερικό αεροπορικώς!) γίνονταν με τα σαράβαλα λεωφορεία του ΄50 και η φιλοξενία γινόταν είτε στα σπίτια συμμαθητών του τόπου προορισμού ή, συνήθως, σε μια αίθουσα του τοπικού Γυμνασίου, αφού κουβαλούσαμε μαζί μας ράντζα και κλινοσκεπάσματα.

    Οταν ο κινηματογράφος επιτρέπονταν (συνήθως οδηγούμασταν αγεληδόν και με χρήματά μας σε φιλμ επιλογής της Γενικής Επιθεώρησης του Νομού) δεν άντεχε το μητρικό βαλάντιο πάνω από δύο το πολύ απολαύσεις τον μήνα.

    Το μόνο σπορ, το κλωτσοσκούφι στη γειτονιά (μπάλα ένα τσουράπι παραγεμισμένο με κουρέλια ή αφρολέξ κλεμμένο από τα καθίσματα παλιών εγγλέζικων Τζέιμς που είχαν εγκαταλειφθεί σε μάντρες ή στρατόπεδα).

    Τα βράδια του καλοκαιριού τσάρκες πάνω-κάτω στις κεντρικές οδούς και σκαστά όρθιοι στις παρυφές της πόλης να ακούμε από τα απαίσια μεγάφωνα σε απομονωμένες παράγκες ουζερί απαγορευμένα ρεμπέτικα και απελπισμένα ζεϊμπέκικα φαντάρων με μια Ευδοκία στο πλάι τους!

    Χωρίς δώρο του Πάσχα ο παππούς, άνεργος τώρα ο πατέρας, στη δουλειά η μάνα έως τα 67 και βάλε, μήπως γυρίζουμε πίσω στα παλιά; Μήπως πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη από τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ή να τα αφήσουμε να μάθουν πώς ξεκινήσαμε, μπας και επιτέλους μας καταλάβουν;

Σχολιάστε